Ως «πρόσθετο τροφίμων» νοείται οποιοδήποτε συστατικό που είτε έχει θρεπτική αξία είτε όχι, δεν καταναλώνεται συνήθως μόνο του ως τρόφιμο ούτε χρησιμοποιείται συνήθως ως χαρακτηριστικό συστατικό τροφίμων.
Τα πρόσθετα τροφίμων παίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ποιότητας και των χαρακτηριστικών που αναζητούν οι καταναλωτές, διατηρώντας ασφαλή, πλήρη και ελκυστικά τα τρόφιμα και ροφήματα από την παραγωγή έως και την κατανάλωσή τους. Τα πρόσθετα επιτελούν μία ποικιλία χρήσιμων λειτουργιών τις οποίες συχνά θεωρούμε δεδομένες. Για παράδειγμα, προστατεύουν τα τρόφιμα που εκτίθενται σε περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως οι αλλαγές της θερμοκρασίας, η οξείδωση και η έκθεση σε μικρόβια, οι οποίες μπορεί να αλλοιώσουν την αρχική σύνθεση των αναψυκτικών.
Πολλά πρόσθετα τροφίμων βρίσκονται στη φύση, μερικά μάλιστα αποτελούν ακόμα και απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Άλλα, όπως τα μέσα οξίνισης/αντιοξειδωτικά (π.χ. κιτρικό, μηλικό, ασκορβικό και φωσφορικό οξύ) είναι απαραίτητα συστατικά αφενός για την παραγωγή και αφετέρου για τη γεύση των αναψυκτικών. Και οι δύο παραπάνω κατηγορίες ταξινομούνται ως «πρόσθετα τροφίμων» λόγω της τεχνικής χρήσης τους στην παραγωγή προϊόντων και κωδικοποιούνται με έναν αριθμό «Ε».
Τα όρια προσθήκης στα τρόφιμα ρυθμίζονται λεπτομερώς από την ευρωπαϊκή νομοθεσία σύμφωνα με τον Κανονισμό (EΕ) 1129/2011 που τροποποίησε τον αντίστοιχο προηγούμενο Κανονισμό [ΕΚ] 1333/2008. Οι προδιαγραφές των πρόσθετων δε, ακολουθούν τις διατάξεις του Κανονισμού (EΕ) 231/2012. Γενικά κριτήρια για τη χρήση τους είναι ότι επιτελούν έναν χρήσιμο τεχνολογικό σκοπό, είναι ασφαλή και δεν παραπλανούν τον καταναλωτή.